- πυριτιούχος
- -α, -ο, Ν(γεωλ.-μεταλργ.-χημ.)1. αυτός που περιέχει πυρίτιο2. φρ. «πυριτιούχα ορυκτά» — τα ορυκτά διοξειδίου τού πυριτίου (βλ. πυρίτιο).[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο + -ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.